Lemma of the week

Χρήσεις-Φράσεις Ανάπτυξη

τραπεζιτικός [trapezitikós], -ή, -ό (επ. (Εκαλός) ).

1)

Που είναι σχετικός με την τράπεζα ή και τους τραπεζίτες

(ΣΥΝ τραπεζικός, χρηματοπιστωτικός)
Χρήσεις
τραπεζιτική επιταγή | τραπεζιτικός λογαριασμός/ υπάλληλος/ τομέας | ανώνυμη τραπεζιτική εταιρεία | τραπεζιτικό κεφάλαιο/σύστημα

2.

ο τραπεζιτικός, θηλ. τραπεζιτικός (ως ουσ. ΑΘφυσικός)

Ο τραπεζικός υπάλληλος

(ΣΥΝ ο τραπεζικός, τραπεζοϋπάλληλος)
[ΕΤΥΜ^ < τραπεζίτ(ης) + -ικός αντί του σημασιολογικά ορθού τραπεζικός (προέκυψε για λόγους διαφάνειας ώστε να αποφευχθεί η σύνδεση με το τραπέζι)^ Το ουσ. τραπεζιτικός < επ. τραπεζιτικός με ουσιαστικοποίηση μέσω έλλειψης].

For more than twenty (20) years Pataki Publications has been working with dedication for the creation of the Large Electronic Dictionary of Modern Greek Language - Pataki (LEDMGL-P).

Please visit our subscription terms page for more information.

You can request a reset of your password.